- ἀπόκτησις
- ἀπόκτησις, εως, ἡ,A deed of gift, PGrenf.2.70.26 (iii A. D.).2 loss,
θάνατος ἀ. βίου Secund. Sent. 19
, cf. Paul.Al.N.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θάνατος ἀ. βίου Secund. Sent. 19
, cf. Paul.Al.N.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπόκτησις — deed of gift fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόκτησιν — ἀπόκτησις deed of gift fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόκτηση — η (AM ἀπόκτησις) το να αποκτά κάποιος κάτι αρχ. η απώλεια … Dictionary of Greek
ΕΑΜ — (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Ελληνική αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι προσπάθειες για τη δημιουργία μίας οργάνωσης του είδους άρχισαν τον Μάιο του 1941 με την πρωτοβουλία πολιτικών… … Dictionary of Greek
ἀποκτήσεως — ἀποκτήσεω̆ς , ἀπόκτησις deed of gift fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)